- σερπάν
- το, Νμουσ. χάλκινο πνευστό όργανο που ηχεί με τη δόνηση τών χειλιών πάνω σε ένα κυπελλόσχημο επιστόμιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. serpent < λατ. serpens, -ntis < ρ. serpo «έρπω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σερπεντόνε — και σερπεντίνε, το, Ν μουσ. το σερπάν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. serpentino < λατ. serpens «φίδι» < serpo «έρπω»] … Dictionary of Greek